σφούγγισμα

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

το, Ν σφουγγίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφουγγίζω, καθαρισμός μιας επιφάνειας με σφουγγάρι
2. συνεκδ. καθαρισμός μιας επιφάνειας από ακαθαρσία ή υγρασία με οποιοδήποτε μέσο.