σφούγγισμα
From LSJ
Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt
Greek Monolingual
το, Ν σφουγγίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφουγγίζω, καθαρισμός μιας επιφάνειας με σφουγγάρι
2. συνεκδ. καθαρισμός μιας επιφάνειας από ακαθαρσία ή υγρασία με οποιοδήποτε μέσο.