σπόλος

English (LSJ)

ὁ (Aeol. for στόλος), stake used in palisading, IG9(2) p.xi (Achaea Phthiotis, ii B.C.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
πάσσαλος για περίφραξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπολάδα].