σπολάδα

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507

Greek Monolingual

η / σπολάς, -άδος, ΝΑ
νεοελλ.
είδος θώρακα από χοντρό λινό ή λεπτό δέρμα για αυτούς που ασκούνται στην ξιφασκία
αρχ.
δερμάτινο ιμάτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. δορκάς), πιθ. μέσω αμάρτυρων σπόλος / σπολή και συνδέεται με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σπόλια, ἄσπαλον, τον θεσσαλ. τ. σπόλος «πάσσαλος» και τη λ. σπάλαξ/ ἀσπάλαξ «τυφλοπόντικας». Αμφίβολη φαίνεται η αναγωγή τών τύπων σε ΙΕ ρίζα sp(h)el- «σχίζω, ανοίγω, γδέρνω» (βλ. και λ. ασπάλακας, σφάλλω). Εκτός της Ελληνικής, η λ. σπολάς συνδέεται με τα λατ. spolia «δορά, δέρμα», λιθουαν. spalis, spaliai «λείψανο», γερμ. spalten «σχίζω»].