2στᾶσα, στάν;part. ao.2 de ἵστημι.
στάς: στᾶσα, στάν part. aor. 2 к ἵστημι.
στάς: ἴδε σταῖς.
see ἵστημι.
στάς: στᾶσα, στάν, μτχ. αορ. βʹ του ἵστημι.