στάν
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
Ep. 3pl. aor. 2 of ἵστημι.
2 neut. of part. aor. 2. στάνει· τείνεται, συμβέβυσται, Hsch. στάνης· δύστηνος, Id.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. ao.2 de ἵστημι;
neutre de στάς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στάν poët. indic. stamaor. 3 plur. van ἵσταμαι (ἵστημι).
Russian (Dvoretsky)
στάν:
I (и ἔσταν) эп. 3 л. pl. aor. 2 к ἵστημι.
II part. aor. 2 n к ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
στάν: Αἰολικ. γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ τοῦ ἵστημι. 2) οὐδ. μετοχ. ἀορ. β΄.
English (Autenrieth)
see ἵστημι.
Greek Monotonic
στάν:1. Αιολ., γʹ πληθ. αορ. βʹ του ἵστημι.
2. ουδ. μτχ. αορ. βʹ.