ζῶσμα, Hsch. στελλάνδρα· ἡ κόρη, Id.
(I)ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ζῶσμα».στέλ(λ)α (II)η, Ντο γωνιόμετρο τών τεχνητών το οποίο αποτελείται από δύο κινητούς κανόνες και χρησιμοποιείται για χάραξη γωνιών, αλλ. γονάτιο ή ψευδογνώμονας.