γονάτιο

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

το (AM γονάτιον) γόνυ
μικρό γόνατο
νεοελλ.
ψευδογνώμονας
μσν.
1. κόμπος καλαμιού
2. μέρος της πανοπλίας που καλύπτει το γόνατο
αρχ.
1. γοφός
2. ο γύης, το καμπύλο ξύλο του αλετριού όπου προσαρμοζόταν το υνί.