γονάτιο

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

το (AM γονάτιον) γόνυ
μικρό γόνατο
νεοελλ.
ψευδογνώμονας
μσν.
1. κόμπος καλαμιού
2. μέρος της πανοπλίας που καλύπτει το γόνατο
αρχ.
1. γοφός
2. ο γύης, το καμπύλο ξύλο του αλετριού όπου προσαρμοζόταν το υνί.