Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
το (AM γονάτιον) γόνυ
μικρό γόνατο
νεοελλ.
ψευδογνώμονας
μσν.
1. κόμπος καλαμιού
2. μέρος της πανοπλίας που καλύπτει το γόνατο
αρχ.
1. γοφός
2. ο γύης, το καμπύλο ξύλο του αλετριού όπου προσαρμοζόταν το υνί.