στήριον

English (LSJ)

ἱεράκιον, Seleuc. ap. Hsch.

Greek Monolingual

Α (κατά τον Ησύχ.) «ἱεράκιον, Σέλευκος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θα πρέπει πιθ. να αναγνωστεί στόριον (< λατ. storea / storia «πλέγμα, ψάθα», πρβλ. στόρι [Ι])].