στίλος

English (LSJ)

ὁ προηγούμενος τῆς ποίμνης κριός, Hsch. (Fort. κτίλος.)

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ προηγούμενος τῆς ποίμνης κριὸς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί του τ. κτίλος «κριάρι»].