σταγονιαῖος

English (LSJ)

α, ον, in drops or grains, PMag.Par.1.215.

Spanish

en granos

Greek Monolingual

-α, -ο / σταγονιαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που παρέχεται κατά σταγόνες, σταγόνα σταγόνα («σταγονιαίες δόσεις φαρμάκων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταγών, -όνος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταλαγμιαῖος)].

Léxico de magia

-ον en granos del incienso ἐπίθυε ἐπὶ θυμιατηρίου γεΐνου ἄτμητον λίβανον σταγονιαῖον λέγων τάδε quema en un incensario de barro incienso sin cortar, en granos y di esto P IV 215