σταλαγμιαῖος
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
α, ον, as measured by the water-clock, ὥρα Paul.Al.K.4; τὰς λεπτομερεῖς ἡμέρας καὶ σ. ὥρας Vett.Val.274.2.
German (Pape)
[Seite 928] tropfenweis, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰλαγμιαῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ σταγόνας πίπτων, Παῦλ. Ἀλεξ.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
αυτός που μετρείται με υδραυλικό χρονόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταγονιαῖος)].