σταγονόρροια

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ροή σταγόνων
2. (βοτ.-μυκητ.) η αποβολή νερού υπό μορφή σταγόνων από μερικά ανώτερα φυτά και μύκητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταγόνα + -ρροια (< -ρρους < ρέω), πρβλ. εμμηνόρροια].