σταμίς

French (Bailly abrégé)

ῖνος (ὁ) :
seul. dat. pl. épq. σταμίνεσσι;
montants des gaillards d'un navire.
Étymologie: cf. ἵστημι.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. σταμίδα.

German (Pape)

v. σταμίν.