και σταμναγκάθι, το, Ν1. ονομασία είδους του φυτού κιχώριο2. πώμα στάμνας, κυρίως από κλαδί του φυτού αυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως].