σταυρεπίστεγος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αρχ.
(για ναό) αυτός που έχει σταυροειδή στέγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + επίστεγος (< επί + στέγη). Η λ. μαρτυρείχαι από το 1894 στην εφημερίδα Εστία].