σταυροφάνεια
German (Pape)
[Seite 930] ἡ, die Erscheinung des heil. Kreuzes, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σταυροφάνεια: ἡ, (φᾰνῆναι) ἡ ἐπιφάνεια ἢ ἐμφάνισις (φανέρωσις) τοῦ Σταυροῦ, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. σταυροφᾰνῶς, κατὰ τὸν τύπον τοῦ Σταυροῦ, Ἀνθ. Π. 1.60.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
1. η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού
2. λιτάνευση του σταυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -φάνεια (< -φανής < φαίνομαι), πρβλ. νεκροφάνεια].