σταχυοτρόφος

English (LSJ)

σταχυοτρόφον, nourishing ears of corn, Orph.H.40.3.

German (Pape)

[Seite 931] Aehren nährend, Orph. H. 39, 3.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων στάχυας σίτου, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 3.

Greek Monolingual

και σταχυητρόφος, -ον, Α
αυτός που τρέφει τα στάχια, που δίνει ζωή στα σιτηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος. Το συνδετικό φωνήεν -η- του τ. σταχυητρόφος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].