σταχυητρόφος
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
σταχυητρόφον, nourishing ears of corn, αὖλαξ ib.7.209 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 931] Aehren nährend, αὖλαξ, Antip. Sid. 111 (VII, 209).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui nourrit les épis.
Étymologie: στάχυς, τρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταχυητρόφος -ον [στάχυς, τρέφω] die de korenaar voedt, korenaren voedend.
Russian (Dvoretsky)
στᾰχυητρόφος: питающий колосья (αὖλαξ Anth.).
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. σταχυοτρόφος.
Greek Monotonic
στᾰχυητρόφος: -ον, αυτός που τρέφει στάχυα σιταριού, καλλιεργητής σίτου, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυητρόφος: -ον, ὁ τρέφων στάχυας σίτου, αὖλαξ Ἀνθ. Π. 7. 209.
Middle Liddell
στᾰχυη-τρόφος, ον,
nourishing ears of corn, Anth.