σταύρωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, stockade, crucifixion, Th.7.25.
German (Pape)
[Seite 930] ἡ, das Einschlagen der Pfähle u. Befestigen mit Pallisaden, Thuc. 7, 25. – Die Kreuzigung, K. S.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'enclore de palissades.
Étymologie: σταυρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταύρωσις -εως, ἡ [σταυρόω] palissade.
Russian (Dvoretsky)
σταύρωσις: εως ἡ обнесение кольями, укрепление частоколом Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
σταύρωσις: ἡ, ἡ τοποθέτησις σταυρωμάτων ἢ χαρακωμάτων, ἡ διὰ σκολόπων περίφραξις, Θουκ. 7. 25. ΙΙ. προσήλωσις εἰς σταυρόν, ἀνασκολόπισις, Ἐκκλ.
Greek Monotonic
σταύρωσις: ἡ, περίφραξη με πασσάλους, θανάτωση σε σταυρό, σε Θουκ.
Middle Liddell
σταύρωσις, εως,
a palisading, Thuc.