θανάτωση
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
η (AM θανάτωσις) θανατώνω
το να θανατωθεί κάποιος, η αφαίρεση ζωής, ο φόνος («καταδίκαι καί θανατώσεις πολιτών», Πλούτ.)
νεοελλ.
η εκτέλεση της θανατικής ποινής.