στεγαστήρ
English (LSJ)
στεγαστῆρος, ὁ,
A coverer: hence, tile, Hsch. s.v. σωλῆνες; κέραμος σ. Poll.7.124, 10.182; ὁ στεγαστὴρ ὄροφος ib.172.
II = τὸ θριωτὸν (θρίωπον cod.) ἕψημα, Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
στεγαστήρ: -ῆρος, ὁ, ὁ καλύπτων ἢ στεγάζων, κέραμος, «κεραμίδι», «τὸ θριωτὸν ἕψημα» Ἡσύχ., ἐν λ. σωλῆνες· κέραμος στ. Πολυδ. Ζ΄, 124, Ι΄, 182· ὁ στ. ὄροφος Ι΄, 172.