στειλέα

English (LSJ)

v. στελεά. στειλειάριον, v. στελεός. στειλειή, v. στελεά. στειλειόν, v. στελεόν. στειλεός, v. στελεός.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. στελεά.