στελεά
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ἡ,
A haft, shaft, (στυρακίου) Aen.Tact.18.10 (unless = socket); Ep. στελεή, τυπίδος A.R.4.957: also στειλειή, haft of an axe, Od.21.422, v.l.in Nic.Th.387.
II metaph., στειλέαν, = τὴν μακρὰν ῥάφανον, Antiph. (Fr.121?) ap. Hsch. (cf. στελεός). (The statement of Hsch., EM726.52, Eust.1531.37, that στειλειή = hole in the axe-head, may be due to a misunderstanding of Od. l.c.) (With στελεά, στελεόν, στελεός, cf. OE. stela 'stem, stalk', Engl. (dial.) steal 'handle of a hammer, axe, rake, etc., shaft of an arrow or javelin'.)
German (Pape)
[Seite 933] ἡ, ion. σ τελεή, = στειλειή, Ap. Rh. 4, 957.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
manche d'un outil.
Étymologie: DELG se rattache à στέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στελεά -ᾶς, ἡ, ep. στειλειή en στελεή, steel (van een bijl):. οὐκ ἤμβροτε... πρώτης στειλειῆς hij miste niet het boveneind van de steel (met zijn pijlschot) Od. 21.422.
Greek Monolingual
και επικ. τ. στελεή και στειλειή και στειλέα, ἡ, Α
ξύλινος στειλεός, ξύλινη λαβή εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στελ-εά / στειλ-ειή (πρβλ. δωρεά, νευρειή) έχουν σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. στέλος και συνδέονται με τα αρμ. stetn, stetun-k «κορμός, κλαδί» και αγγλοσαξ. stela «στέλεχος» (βλ. και λ. στέλεχος). Η αναγωγή τών τ. στη ρίζα stel- του στέλλω, αν και τολμηρή, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί. Παράλληλα με τους τ. του θηλ. στελεά / στειλειή μαρτυρούνται και οι τ. αρσενικού γένους στελ-εός (πρβλ. κολεός), στειλεός, στειλ-ειός, στελ-ειός και το νεοελλ. στελιός, με συνίζηση, καθώς και οι τ. ουδ. γένους στελ-εόν / στειλ-ειόν (πρβλ. κολεόν). Αρχικοί, τέλος, θεωρούνται οι τ. με θ. στελ-, ενώ ο μακρός φωνηεντισμός στει οφείλεται προφανώς σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].
Greek (Liddell-Scott)
στελεά: Ἰων. -εή, ἴδε ἐν λ. στειλειή.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: shaft of an axe, hack, hammer etc. (-ειή φ 422 and -εά Aen. Tact. cavity for the shaft after Bérard REGr. 68, 8f. and Pocock AmJPh 82, 346ff. with Eust., H. and EM).
Other forms: -εή (A. R.), στειλειή (φ 422; v.l. Nic. Th. 387); -εόν (Aen. Tact., Babr.), στειλειόν (ε 236) n.; -εός and -ειός (Att. inscr.) m.; -εός or -εόν (hell. a. late); στειλεός (Hp. with vv.ll.), στειλειός (Aesop.), gen. -ειοῦ (Nic. Th. 387 as v.l.)
Derivatives: στειλει-άριον (Eust.) and the denom. ptc. ἐστελεωμένος provided with a shaft (AP). -- Beside it στέλεχος n. (m.) the end of the stem at the root of a tree, stump, log, stem, branch (Pi., IA.; on the eaning Strömberg Theophrastea 95ff.). Some compp., e.g. πολυ-στελέχ-ης (Thphr.), -ος (AP) with many stems (cf. Strömberg 103 f.). From this στελέχ-ια πρέμ<ν>ια H., -ώδης stem-like (Thphr., Dsc.), -ιαῖος serving as a stem (Gal.), -ηδόν according to the kind of stem (A. R. 1, 1004 as v.l. for στοιχηδόν).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: On the formation: στελ-εά like δωρ-εά, γεν-εά, -εός, -εόν as κολ-εός, -εόν, θυρ-εός; στειλ-ειή as ἀρ-ειή, νευρ-ειή (στειλ- metr. lengthening(?); cf. Schwyzer 469 n. 3 w. lit., Risch 120f., Chantraine Form. 51 a. 91. With στέλε-χος cf. τέμα-χος, σέλα-χος a.o. (Schwyzer 496, Chantraine 403). Both στελεά, -εός, -εόν and στέλεχος are based on an unknown, prob. nominal basis, perhaps *στέλος n. (Schulze Q. 175), which fits unproblem. to Arm. steɫn, pl. steɫun-k` stem, shaft, stalk, twig and to Germ. words like OE stela m. stalk of a plant, Norw. stjøl stalk; further s. στέλλω (with στόλος). Cf. also στήλη. -- The variation shows that the word is Pre-Greek, with a > ε(ι) before palatal ly. Was the word *stalyaya?
Frisk Etymology German
στελεά: (Aen. Tact.),
{steleá}
Forms: -εή (A. R.), στειλειή (φ 422; v.l. Nik. Th. 387); -εόν (Aen. Tact., Babr.), στειλειόν (ε 236) n.; -εός und -ειός (att. Inschr.) m.; -εός od. -εόν (hell. u. sp.); στειλεός (Hp. mit vv.ll.), στειλειός (Aesop.), Gen. -ειοῦ (Nik. Th. 387 als v.l.)
Grammar: f.
Meaning: Stiel einer Axt, einer Hacke, eines Hammers (-ειή φ 422 und -εά Aen. Tact. Höhlung für den Stiel nach Bérard REGr. 68, 8f. und Pocock AmJPh 82, 346ff. mit Eust., H. und EM).
Derivative: Davon στειλειάριον (Eust.) und das denom. Ptz. ἐστελεωμένος mit Stiel versehen (AP). — Daneben στέλεχος n. (m.) das Stammende an der Wurzel eines Baumes, Strunk, Klotz, Stamm, Ast (Pi., ion. att.; zur Bed. Strömberg Theophrastea 95ff.). Einige Kompp., z.B. πολυστελέχης (Thphr.), -ος (AP) vielstämmig (vgl. Ström- berg 103 f.). Davon στελέχια· πρέμ<ν>ια H., -ώδης ‘stamm- ähnlich’ (Thphr., Dsk.), -ιαῖος als Stamm dienend (Gal.), -ηδόν nach Stammesart (A. R. 1, 1004 als v.l. für στοιχηδόν).
Etymology: Zur Bildung: στελεά wie δωρεά, γενεά, -εός, -εόν wie κολεός, -εόν, θυρεός; στειλειή wie ἀρειή, νευρειή (στειλ- metr. Dehnung); vgl. Schwyzer 469 A. 3m. Lit., Risch 120f., Chantraine Form. 51 u. 91. Zu στέλεχος vgl. τέμαχος, σέλαχος u.a. (Schwyzer 496, Chantraine 403). Sowohl στελεά, -εός, -εόν wie στέλεχος gehen von einem unbekannten, wahrscheinlich nominalen Grundwort aus, etwa *στέλος n. (Schulze Q. 175), das sich ungezwungen an arm. steɫn, pl. steɫun-k‘ Stamm, Schaft, Stengel, Zweig und an germ. Wörter wie ags. stela m. Pflanzenstiel, norw. stjøl Stengel, Stiel anschließt; des weiteren s. στέλλω (mit στόλος). Vgl. noch στήλη.
Page 2,785-786