στεναχή = στοναχέω, στοναχή, IG12(8).441.20 (Thasos), Epigr.Gr.707; cf. στεναχίζω.
[Seite 935] s. στοναχέω.
στεναχέω: -χή, = στοναχέω, στοναχή, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 208. 20., 707· πρβλ. στεναχίζω.