στηθόκυρτος: -ον, ὁ κυρτὸς τὸ στῆθος, πάσχων κύρτωσιν κατὰ τὸ στῆθος, Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλ.
-ον, Ααυτός που παρουσιάζει κύρτωση του στήθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κυρτός.