στηθόκυρτος

Greek (Liddell-Scott)

στηθόκυρτος: -ον, ὁ κυρτὸς τὸ στῆθος, πάσχων κύρτωσιν κατὰ τὸ στῆθος, Σχόλ. εἰς Κλήμ. Ἀλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παρουσιάζει κύρτωση του στήθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κυρτός.