στηλόκρανο

Greek Monolingual

το, Ν
ναυτ. τεμάχιο σκληρού ξύλου που χρησιμεύει για τη σύνδεση του επιστηλίου με τη στήλη του ιστού, κν. τεσταμόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -κρανο (< κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. κιονό-κρανο. Η λ., στον λόγιο τ. στηλόκρανον, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Παπαδόπουλο].