στιφροκοκκώδης

Greek Monolingual

-ες, Ν
φρ. «στιφροκοκκώδης ιστός»
(πετρογρ.) όρος που περιγράφει το σχετικό μέγεθος τών κόκκων στα εκρηξιγενή πετρώματα, αλλ. στιφρός ιστός.