στοιχειοθεσία

Greek Monolingual

η, Ν
1. (στην παραδοσιακή τυπογρ.) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στοιχειοθετώ, δηλαδή η τοποθέτηση τών τυπογραφικών στοιχείων με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν λέξεις και στίχους
2. η φωτοσύνθεση, η φωτοστοιχειοθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχειοθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].