Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στοιχειοθέτης

From LSJ

Greek Monolingual

ο, Ν
εργάτης τυπογραφείου ειδικός στη στοιχειοθεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχείο + -θέτης (< τίθημι). Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα].