στοιχηδόν
English (LSJ)
A Adv. in a row, Arist.GA770a26, Thphr. HP 3.12.7, A.R.1.1004.
2 line by line, following the lines, Puchstein Epigr.Gr.p.7.
German (Pape)
[Seite 946] adv., in der Reihe, neben oder hinter einander; Arist. gen. an. 4, 4; D. Per. 63; Eumath. 1; Jac. Ach. Tat. p. 396.
Russian (Dvoretsky)
στοιχηδόν: adv. рядами, в ряд (κεῖσθαι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
στοιχηδόν: Ἐπίρρ., κατὰ σειράν, «ἀραδιαστά», Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1004.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. κατά στοίχους, κατά ορισμένη τάξη ή σειρά (α. «τὰ φύλλα πεφύκασι στοιχηδόν», Θεόφρ.
β.»τὰς ἁμάξας στοιχηδὸν καταστῆσαι», Άνν. Κομν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].