στοιχιαῖος
English (LSJ)
α, ον, equal to one row or course, in masonry, ὑπερτόναια.. πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα IG22.463.57.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν σειρὰν ἢ στρῶμα, ἐν τοιχοδομία, Ἐπιγρ. παρὰ Müller Munim. Ath. σ. 36.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
(δομ.) αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... πάχος στοιχιαῖα, μῆκος ὀκτώποδα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ποδιαῖος)].