ποδιαῖος

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδιαῖος Medium diacritics: ποδιαῖος Low diacritics: ποδιαίος Capitals: ΠΟΔΙΑΙΟΣ
Transliteration A: podiaîos Transliteration B: podiaios Transliteration C: podiaios Beta Code: podiai=os

English (LSJ)

(spelt
A -ιεῖος Anon. in Tht.27.6), α, ον, (πούς) a foot long, broad, or high, Hp.Art.73, IG12.372.119, X.Oec.19.4, etc.; φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος π. Arist.de An.428b3.
2 Math., ἡ π. [γραμμή] side of one foot long, taken as the unit of length, Pl.Tht.147d, cf. Arist.Sens.446a6, Metaph.1052b33.
II ποδιαῖον ποιησάμενοι ἐφιᾶσι loosen the sail by the πούς, Id.Mech.851b8.

German (Pape)

[Seite 643] füßig, d. i. einen Fuß groß, lang, breit, hoch, Plat. Theaet. 147 d u. Sp., wie Luc. Cont. 24. – Aber ἱστίον ποδιαῖον ποιεῖσθαι ist = ποδόω, Arist. mechan. probl. 7.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
long, large, etc. d'un pied.
Étymologie: πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδιαῖος -α -ον [πούς] van één voet; subst.. ἡ ποδιαία lijn van één voet Plat. Tht. 147d.

Russian (Dvoretsky)

ποδιαῖος: II ὁ мор. булинь: ποδιαῖον ποιεῖσθαι Arst. вытягивать булинь.
футовый, величиной в фут Plat., Arst. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ποδιαῖος: -α, -ον, (ποὺς) ὁ ἔχων μῆκος ἑνὸς ποδός, πλάτοςὕψος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Ξεν. Οἰκ. 19. 4, κτλ· φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος π. Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 3, 15. 2) Παρὰ τοῖς Μαθημ. ἡ π. (δύναμις) εἶναι πλευρὰ μῆκος ἔχουσα ἑνὸς ποδὸς καὶ λαμβανομένη ὡς μονὰς μήκους, Πλάτ. Θεαίτ. 147D· καὶ οὕτωςτρίπους = √3, ἡ πεντέπους = √5, κτλ., αὐτόθι· πρβλ. ·Ἀριστ. π. Αἰσθ. 6. 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 12. ΙΙ. ποδιαῖον ποιοῦμαι, δένω τὸ ἱστίον ἐκ τοῦ ποδὸς (ΙΙ. 2),ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 7. 1.

Greek Monolingual

-α, -ο / ποδιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει μήκος ενός ποδιού (α. «φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῖος, πεπίστευται δ' εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης», Αριστοτ.
β. «ποδιαῖον τόπον», Λουκιαν.
γ. «πλάτος δίποδες, πάχος ποδιαῖος», επιγρ.
δ. «ποδιαίου μέτρου», Γεωπ.)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πόδι («ποδιαίο οίδημα»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ποδιαία
πλευρά με μήκος ενός ποδιού, που λαμβάνεται ως μονάδα μήκους
2. φρ. «ποδιαῖον ποιοῦμαι» — ποδώ, δένω το ιστίο από τον πόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. πλεθριαίος)].

Greek Monotonic

ποδιαῖος: -α, -ον (πούς), αυτός που είναι ίσος με έναν πόδα, σε πλάτος ή ύψος, σε Ξεν.

Middle Liddell

πούς
a foot long, broad, or high, Xen.