στομαυλώ

Greek Monolingual

-έω, Α
μιμούμαι με τα χείλη τον ήχο του αυλού, σφυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + -αυλῶ (< -αυλος < αὐλός), πρβλ. χοραυλῶ].