σφυρίζω
Greek Monolingual
και σφυρώ και ως ασυναίρ. σφυράω Ν
1. εκβάλλω οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με τα δάχτυλα στο στόμα ή με ένα κατάλληλο όργανο, συρίζω
2. ειδοποιώ, ανακοινώνω, δίνω σύνθημα με σφύριγμα (α. «όταν περνάς έξω από το σπίτι μου, σφύρα μου να βγω» β. «το βαπόρι σφύριξε για τρίτη φορά και σήκωσε άγκυρα» γ. «ο διαιτητής σφύριξε και ο αγώνας άρχισε»)
3. εκτελώ μουσικό σκοπό, ερμηνεύω μελωδία με σφύριγμα από τα χείλη («άρχισε να σφυρίζει σιγανά ένα παλιό τραγουδάκι»)
4. (κατ' επέκτ.) παράγω δυνατό και ενοχλητικό ήχο (α. «ο άνεμος σφύριζε δυνατά» β. «η μηχανή χάλασε και σφυρίζει»)
5. μτφ. α) δίνω πληροφορίες σε κάποιον με κρυφό και επιτήδειο τρόπο («δεν ήξερε την απάντηση και κάποιος συμμαθητής του τήν σφύριξε»)
β) αποδοκιμάζω με σφυρίγματα
6. φρ. α) «του σφύριξε στ' αφτί» — του έδωσε μια αδιευκρίνιστη είδηση ή του έκανε μια ανακοίνωση με αόριστο τρόπο
β) «σφυρίζουν τ' αφτιά μου» — βουίζουν τ' αφτιά μου
γ) «σφυρίζω χαστούκι» ή «σφυρίζω μπάτσο» ή «σφυρίζω μία...» — ραπίζω δυνατά και ξαφνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σφυρίζω έχει σχηματιστεί από το αρχ. συρίζω, ενώ ελάχιστα πιθανή είναι η άποψη ότι προέρχεται από τη λ. σφυρί. Ο τ. σφυράω κατά τα νεοασυναίρετα].