στραμπουλίζω
Greek Monolingual
και οτραμπουλώ και στραγγουλίζω Ν
(σχετικά με μέλος του σώματος) προκαλώ ή υφίσταμαι διάστρεμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στραμπουλίζω / στραγγουλίζω, κατά μία άποψη, έχουν προέλθει από συμφυρμό τών ιταλ. strambare και strangolare, ενώ, κατ' άλλους, από συμφυρμό τών ρ. στραβώνω και στραγγουλίζω (Ι) «στραγγαλίζω»].