στραβώνω
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
Greek Monolingual
στραβῶ, -όω, ΝΜ στραβός
νεοελλ.
1. (μτβ.) α) κάνω κάτι στραβό, το κάνω να χάσει την ευθεία γραμμή του («στραβώνω το κλειδί»)
β) στρεβλώνω, στραμπουλίζω («έπεσα και στράβωσα το πόδι μου»)
γ) εκτρέπω από την ευθεία οδό, κάνω κάτι να μην έχει σωστή εξέλιξη, να μην έχει καλή τροπή («μού στράβωσε τη δουλειά»)
δ) τυφλώνω κάποιον («τον στράβωσε με τα νύχια της»)
2. (αμτβ.) α) χάνω την ευθύτητά μου, γίνομαι στραβός («στράβωσε η σανίδα από την υγρασία»)
β) μτφ. παίρνω κακή τροπή, κακή εξέλιξη («στράβωσε η δουλειά»)
3. (μέσ. και παθ.) στραβώνομαι
α) τυφλώνομαι
β) μτφ. κάνω αδικαιολόγητο λάθος, δεν βλέπω κάτι το ολοφάνερο («στραβώθηκα κι έκανα τέτοιο λάθος;»)
γ) κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου («στραβώθηκα στο διάβασμα»)
μσν.
κάνω κάποιον να αλληθωρίσει.