στρεψοδικία
Greek Monolingual
η, Ν
1. η χρησιμοποίηση κακόπιστων ή σοφιστικών επιχειρημάτων σε μια δίκη
2. (γενικά) σκόπιμη διαστροφή της αλήθειας
3. (κατ' επέκτ.) σοφιστικό επιχείρημα, σόφισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεψόδικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλ. Βυζαντίου].