στρεψόδικος
From LSJ
-η, -ο, Ν
1. αυτός που συστηματικά χρησιμοποιεί στρεψοδικίες
2. (γενικά) αυτός που σκόπιμα διαστρέφει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αόρ. έστρεψα του στρέφω + -δικός (< δίκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Χρ. Ρουσόπουλο].