στρομβέω

English (LSJ)

= στροβέω, συστρέφω, Phot.

German (Pape)

[Seite 955] = στροβέω, Philostr. imagg. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

στρομβέω: στροβέω, συστρέφω, Φώτ.