στροβέω

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβέω Medium diacritics: στροβέω Low diacritics: στροβέω Capitals: ΣΤΡΟΒΕΩ
Transliteration A: strobéō Transliteration B: strobeō Transliteration C: stroveo Beta Code: strobe/w

English (LSJ)

A.Ch.1052, etc.: fut. στροβήσω Lyc.756: aor. ἐστρόβησα Plu.Num.13:—Pass. and Med., v. infr.: pf. ἐστρόβημαι Lyc.172: (στρόβος, cf. στρόμβος):—twirl or whirl about, πάντα τρόπον σαυτὸν στρόβει Ar.Nu.700, cf. Com Adesp.219; στρόβει (sc. σεαυτόν) Ar.Eq. 386, V.1528: metaph., τίνες σὲ δόξαι.. στροβοῦσι; A.Ch.1052 (for Ag.1215 v. ὑποστροβέω); distract, distress, ὁ φόβος αὐτοῦ μή με στροβείτω LXX Jb.9.34, cf. 13.11, al.; νόσος ἐστρόβησε τὴν Ῥώμην Plu. Num.13, cf. Jul.Or.2.85c:—Med., μανίας ὑπὸ δεινῆς ὄμματα στροβήσεται σεται Ar.Ra.817:—Pass., whirl about, οἵοισιν ἐν χειμῶσι στροβούμεθα A.Ch.203; to be distracted, νύκτωρ καὶ μεθ' ἡμέραν Plb.23.10.13, cf. Polystr.p.22 W.

German (Pape)

[Seite 954] auch στρομβέω u. στρομβόω, einen Kreisel drehen, im Kreise herumdrehen, herumtreiben, und übertr., beunruhigen, τίνες σὲ δόξαι στροβοῦσιν; Aesch. Ch. 1052, vgl. Ag. 1189; οἵοισιν ἐν χειμῶσι στροβούμεθα, Ch. 201; στρόβει, Ar. Equ. 385, wie Vesp. 1528; πάντα τρόπον τε σαυτὸν στρόβει πυκνώσας, Nubb. 692; στροβήσεται ὄμματα, Ran. 816, er wird seine Augen rollen; u. in späterer Prosa häufiger, νόσος λοιμώδης ἐστροβησε τὴν Ῥώμην, Plut. Num. 13; u. pass., ἐστροβεῖτο νύκτωρ καὶ μεθ' ἡμέραν περὶ το ύτων διανοούμενος, Pol. 24, 8, 13.

French (Bailly abrégé)

f. στροβήσομαι, ao. ἐστρόβησα, pf. inus.
Pass. pf. ἐστρόβημαι;
1 faire tourner comme une toupie, tourner et retourner, acc.;
2 fig. agiter, bouleverser.
Étymologie: στρόβος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροβέω [στρόβος] (doen) ronddraaien; med. - pass. ronddraaien (intrans.):. οἵασιν ἐν χειμῶσι ναυτίλων δίκην στροβούμεθα in wat voor stormen tollen wij als scheepslui in het rond Aeschl. Ch. 203. in de war brengen, verontrusten, teisteren:. τίνες σε δόξαι στροβοῦσιν; welke denkbeelden brengen u in verwarring? Aeschl. Ch. 1052; νόσος περιιοῦσα τὴν Ἰταλίαν ἐστρόβησε καὶ τὴν Ῥώμην een ziekte die rondging in Italië teisterde ook Rome Plut. Num. 13.1.

Russian (Dvoretsky)

στροβέω:
1 кружить, вращать: πάντα τρόπον ἑαυτὸν σ. Arph. вертеться всяческими способами, т. е. изыскивать всевозможные средства; στροβεῖσθαι ὄμματα Arph. водить кругом глазами; στρόβει, μηδὲν ὀλίγον ποίει Arph. действуй вовсю;
2 волновать, тревожить, мучить (τινα Aesch., Plut.): λοιμώδης νόσος ἐστρόβησε τὴν Ῥώμην Plut. эпидемическая болезнь терзала Рим.

Greek (Liddell-Scott)

στροβέω: μέλλ. στροβήσω Λυκόφρ. 756· - ἀόρ. ἐστρόβησα Πλουτ. Νουμ. 13· - Παθ καὶ μέσ., ἴδε κατωτ.· πρκμ. ἐστρόβημαι Λυκόφρ. 172· (στρόβος, πρβλ. στρόμβος). Συστρέφω, περιστρέφω, περιδινῶ, πάντα τρόπον σαυτὸν στρόβει Ἀριστοφ. Νεφ. 700· στρόβει (ἐξυπακ. σεαυτὸν) ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 386, Σφ. 1528· - μεταφορ., με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1215· τίνες σε δόξαι..στροβοῦσι; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1052· ἐνοχλῶ, δυσαρεστῶ, νόσος ἐστρόβησε τὴν Ῥώμην Πλουτ. Νουμ. 13. - Μέσ., μανίας ὑπὸ δεινῆς ὄμματα στροβήσεται Ἀριστοφ. Βάτρ. 817. - Παθ., περιδινοῦμαι (πρβλ. στρόβος), οἵοισιν ἐν χειμῶσι στροβούμεθα Αἰσχύλ. Χο. 203· ἐνοχλοῦμαι, δυσαρεστοῦμαι, νύκτωρ καὶ μεθ’ ἡμέραν Πολύβ. 24. 8. 13· - τὸ ἀπαρ. στροβοῦσθαι (-εῖσθαι;) μνημονεύεται παρὰ Μοίρ. σ. 196.

Greek Monotonic

στροβέω: μέλ. -ήσω (στρόβος), συστρέφω, περιστρέφω, στροβιλίζω, στριφογυρίζω, περιδινίζω, σε Αριστοφ.· μεταφ., αποσπώ την προσοχή κάποιου, ενοχλώ, ζαλίζω, σε Αισχύλ. — Παθ., περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στον ίδ.

Middle Liddell

στροβέω, fut. -ήσω στρόβος
to twist, twirl or whirl about, Ar.:—metaph. to make dizzy, distract, Aesch.: —Pass. to whirl about, Aesch.