στρουθοκέφαλος
English (LSJ)
στρουθοκέφαλον, with the head of a στρουθός, Plu.2.520c, Gal.19.454.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à tête de moineau ou d'autruche.
Étymologie: στρουθός, κεφαλή.
German (Pape)
mit dem Kopfe eines Vogels od. Straußes, spitzköpfig, Plut. curiosit. 10.
Russian (Dvoretsky)
στρουθοκέφᾰλος: с головой воробья или страуса Plut.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθοκέφᾰλος: -ον, ἔχων τὴν κεφαλὴν στρουθοῦ, Πλούτ. 2. 520C.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με της στρουθοκαμήλου, αυτός που έχει στενόμακρο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ταυροκέφαλος.