ταυροκέφαλος
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
ταυροκέφαλον, bull-headed, of Bootes, Teucer in Boll Sphaera 18,49.
German (Pape)
[Seite 1073] stierköpfig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴν ταύρου, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1237.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει κεφάλι ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αἰγοκέφαλος.