στροφύλι

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
βλ. στέμφυλο.
(II)
το, Ν
το γνωστό με τη λόγια ονομασία τριγωνίσκος φυτό, παρόμοιο με το τριφύλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως].