στρωμνά

English (LSJ)

Doric for στρωμνή.


English (Slater)

στρωμνά
   a couch αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς (N. 1.50) met., στρωμνὰ δὲ χαράσσοισ' ἅπαν νῶτον ποτικεκλιμένον κεντεῖ i. e. the weight of Etna pressing upon Typhon (P. 1.28)
   b coverlet “ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω, κῶας αἰγλᾶεν” (P. 4.230)

Russian (Dvoretsky)

στρωμνά: (ᾱ) ἡ дор. = στρωμνή.