ὁ, towmaker, EM339.56 (στυππιο-).
και δ. γρφ. στυππιοποιός, ὁ, Ατεχνίτης που κατασκευάζει σχοινιά από λινάρι ή καννάβι, (στυπ)πειοπλόκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον «στουπί» + -ποιός].