στυπτήριος

English (LSJ)

α, ον, treated with alum, φῦκος PHolm.16.32.

German (Pape)

[Seite 959] = στυπτικός; Hippocr.; φύσις, Arist. H. A. 5, 15.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
astringent ; ἡ στυπτηρία (γῆ) alun (litt. terre astringente).
Étymologie: στύφω.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α στυπτηρία
επεξεργασμένος με στυπτηρία («στυπτήριον φῡκος», πάπ.).