στύγαξ

English (LSJ)

ὁ, f.l. for στύπαξ or στύππαξ in Eust.1650.60.

German (Pape)

[Seite 958] ακος, ὁ, Spottname des dem athenischen Volke verhaßten Feldherrn Eukrates, Eust. S. aber στύπαξ.

Greek (Liddell-Scott)

στύγαξ: ὁ, παρ’ Εὐστ., ἁπλῶς ἀμαρτημα, ἀντὶ τοῦ στύπαξ, ὃ ἴδε.