στύππη

English (LSJ)

ἡ,= στυππεῖον, J.ap.Suid.s.v.

German (Pape)

[Seite 959] ἡ, στύππινος, s. στύπειος u. s. w.

Greek (Liddell-Scott)

στύππη: ἡ, = στυππεῖον, Ἰωσήπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Σχόλ. εἰς Λουκ. Ὄνον 31.

Greek Monolingual

ἡ, Α
στουπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυππείο].

Mantoulidis Etymological

(=στουπί). Πιθανόν ἀπό τό στύφω (=στύβω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.