Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
στύση
Greek Monolingual
η / στῡσις, -ύσεως, ΝΑ στύω / στύομαι] βιολ.αύξηση τών διαστάσεων, σκλήρυνση και ανόρθωση του ανδρικού οργάνου συνουσίας, του πέους νεοελλ. αντίστοιχη διόγκωση της κλειτορίδας τών γυναικών.