συγγάλακτος

English (LSJ)

[γᾰ], ον= collactaneus, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 961] = ὁμογάλακτος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγγάλακτος: -ον, (γάλα) = ὁμογάλακτος, Θεοφ. 500.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ομογάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γάλακτος (< γάλα, -ακτος), πρβλ. ἀπογάλακτος].